„ήσκιος“: αρσενικό ήσκιος [ˈiskjjos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schatten Schattenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ήσκιος ήσκιος esempi στον ήσκιο im Schatten στον ήσκιο στον ήσκιο in den Schatten στον ήσκιο