„ήμερος“ ήμερος [ˈimeros], ήμερη, ήμεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zahm, sanft, mild zahm ήμερος ζώο ήμερος ζώο sanft, mild ήμερος άνθρωπος, φωνή ήμερος άνθρωπος, φωνή esempi ήμερο φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kulturpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ήμερο φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n