„έρημος“: επίθετο, ως επίθετο έρημος [ˈerimos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, έρημη, έρημο Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unbewohnt, öde, verlassen, einsam, menschenleer, arm unbewohnt, öde έρημος περιοχή έρημος περιοχή verlassen, einsam έρημος εγκαταλελειμμένος έρημος εγκαταλελειμμένος menschenleer έρημος δρόμος, περιοχή έρημος δρόμος, περιοχή arm έρημος καημένος έρημος καημένος „έρημος“: θηλυκό έρημος [ˈerimos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wüste Wüsteθηλυκό | Femininum, weiblich f έρημος έρημος esempi έρημος αλατιού Salzwüsteθηλυκό | Femininum, weiblich f έρημος αλατιού