ένοπλος
[ˈenoplos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ένοπλη, ένοπλοPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bewaffnetένοπλοςένοπλος
esempi
- ένοπλες δυνάμειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStreitkräfteπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- ένοπλη βίαθηλυκό | Femininum, weiblich fWaffengewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ένοπλη ληστείαθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | Rechtswesenνομräuberische Erpressungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi
ένοπλος
[ˈenoplos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)