ένοικος
[ˈenikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Mieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fένοικοςένοικος
- (Haus-)Bewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fένοικος συγκάτοικοςένοικος συγκάτοικος