ένθετος
[ˈenθetos], ένθετη, ένθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verschachteltένθετος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μενούένθετος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μενού
esempi
- ένθετη διακόσμησηθηλυκό | Femininum, weiblich fEinlegearbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Klappfensterουδέτερο | Neutrum, sächlich n