„έμμισθος“ έμμισθος [ˈemisθos], έμμισθη, έμμισθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bezahlt bezahlt έμμισθος δουλειά έμμισθος δουλειά