„έλος“: ουδέτερο έλος [ˈelos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sumpf, Moor Sumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich m έλος Moorουδέτερο | Neutrum, sächlich n έλος έλος