έκρηξη
[ˈekriksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Explosionθηλυκό | Femininum, weiblich fέκρηξηέκρηξη
- Sprengenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέκρηξη πράξηέκρηξη πράξη
- Ausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκρηξη πολέμου, ηφαιστείουέκρηξη πολέμου, ηφαιστείου
esempi
- έκρηξη αδρεναλίνηςAdrenalinschubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έκρηξη οργήςWutanfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έκρηξη πυρηνικής βόμβαςAtombombenexplosionθηλυκό | Femininum, weiblich f