έκπτωση
[ˈekptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Rabattαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκπτωση τιμής(Preis-)Ermäßigungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκπτωση τιμήςέκπτωση τιμής
- Degradierungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκπτωση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατέκπτωση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκπτωση ξεπεσμόςέκπτωση ξεπεσμός
esempi
- εκπτώσειςAusverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλοκαιρινές/χειμερινές εκπτώσειςWinter-/Sommerschlussverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έκπτωση εισιτηρίουFahrpreisermäßigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi