„έκπληκτος“ έκπληκτος [ˈekpliktos], έκπληκτη, έκπληκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) überrascht, erstaunt überrascht, erstaunt έκπληκτος έκπληκτος esempi μένω έκπληκτος staunen μένω έκπληκτος