„έγκλιση“: θηλυκό έγκλιση [ˈeŋglisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Modus Modusαρσενικό | Maskulinum, männlich m έγκλιση γραμματική | Grammatikγραμμ έγκλιση γραμματική | Grammatikγραμμ