„έγκαιρος“ έγκαιρος [ˈeŋgjeros], έγκαιρη, έγκαιροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) rechtzeitig rechtzeitig έγκαιρος έγκαιρος