„άφωνος“ άφωνος [ˈafonos], άφωνη, άφωνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sprachlos, stumm sprachlos, stumm άφωνος άφωνος esempi μένω άφωνος mir fehlen die Worte μένω άφωνος αυτό με άφησε άφωνο das verschlug mir die Sprache αυτό με άφησε άφωνο