„άφυλος“ άφυλος [ˈafilos], άφυλη, άφυλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) geschlechtslos geschlechtslos άφυλος αναπαραγωγή άφυλος αναπαραγωγή