„άτυπος“ άτυπος [ˈatipos], άτυπη, άτυποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) formlos formlos άτυπος αίτηση άτυπος αίτηση