„άσπρος“ άσπρος [ˈaspros], άσπρη, άσπροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) weiß weiß άσπρος άσπρος esempi άσπρος σαν το πανί kreidebleich άσπρος σαν το πανί