„άσπονδος“ άσπονδος [ˈasponðos], άσπονδη, άσπονδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erbittert erbittert άσπονδος άσπονδος esempi άσπονδη εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Erzfeindinθηλυκό | Femininum, weiblich f άσπονδη εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m άσπονδος εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Erzfeindαρσενικό | Maskulinum, männlich m άσπονδος εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m