άριστος
[ˈaristos], άριστη, άριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ausgezeichnetάριστοςάριστος
esempi
- άριστη κατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fBestzustandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άριστη ποιότηταπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSpitzenqualitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άριστη υποψήφιοςθηλυκό | Femininum, weiblich fSpitzenkandidatinθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi