„άντρας“: αρσενικό άντρας [ˈandras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Mann, Ehemann Mannαρσενικό | Maskulinum, männlich m άντρας άντρας Ehemannαρσενικό | Maskulinum, männlich m άντρας σύζυγος άντρας σύζυγος