άνθρακας
[ˈanθrakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Kohleθηλυκό | Femininum, weiblich fάνθρακαςάνθρακας
- Kohlenstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mάνθρακας χημεία | Chemieχημάνθρακας χημεία | Chemieχημ