άθλημα
[ˈaθlima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Sportartθηλυκό | Femininum, weiblich fάθλημαάθλημα
esempi
- άθλημα για άτομα με αναπηρίαBehindertensportαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άθλημα επιδόσεωνLeistungssportαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άθλημα κλειστού χώρουHallensportαρσενικό | Maskulinum, männlich m