„άδειος“ άδειος [ˈaðjos], άδεια, άδειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) leer, frei leer άδειος βλέμμα, ζωή άδειος βλέμμα, ζωή frei άδειος κάθισμα άδειος κάθισμα esempi με άδειο στομάχι auf nüchternen Magen με άδειο στομάχι