άγονος
[ˈaɣonos], άγονη, άγονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unfruchtbar, unergiebigάγονος έδαφος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάγονος έδαφος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ