„άγαλμα“: ουδέτερο άγαλμα [ˈaɣalma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Statue, Standbild Statueθηλυκό | Femininum, weiblich f άγαλμα Standbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n άγαλμα άγαλμα esempi άγαλμα της Ελευθερίας Freiheitsstatueθηλυκό | Femininum, weiblich f άγαλμα της Ελευθερίας