ύψος
[ˈipsos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Höheθηλυκό | Femininum, weiblich fύψος κτηρίου, αξίας, επίπεδο, βαθμόςύψος κτηρίου, αξίας, επίπεδο, βαθμός
- (Körper-)Größeθηλυκό | Femininum, weiblich fύψος σώματοςύψος σώματος
- Erhabenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fύψος ανωτερότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφύψος ανωτερότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ