χαρακτηριστικό
[xaraktiristiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Merkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich nχαρακτηριστικόKennzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nχαρακτηριστικόCharakteristikumουδέτερο | Neutrum, sächlich nχαρακτηριστικόχαρακτηριστικό
- Charakterzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαρακτηριστικό ιδιότητα του χαρακτήραχαρακτηριστικό ιδιότητα του χαρακτήρα
esempi
- χαρακτηριστικάGesichtszügeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
- χαρακτηριστικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl εδάφουςBodenbeschaffenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χαρακτηριστικό της προσωπικότηταςPersönlichkeitsmerkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n