χαράζω
[xaˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- eingravieren (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χαράζω σε μέταλλο, σε πέτραeinritzen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χαράζω σε μέταλλο, σε πέτραχαράζω σε μέταλλο, σε πέτρα
- einkerbenχαράζω σε ξύλοχαράζω σε ξύλο
- χαράζω γραμμή
- einprägenχαράζω εντυπώνω βαθιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχαράζω εντυπώνω βαθιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- einschlagenχαράζω δρόμο, εξέλιξη, πορείαχαράζω δρόμο, εξέλιξη, πορεία
esempi
- χαράζω κάτι στη μνήμη μουsich etwas ins Gedächtnis einprägen