σύνδεση
[ˈsinðesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verbindungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνδεση συνένωσησύνδεση συνένωση
- Anschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύνδεση σε δίκτυοσύνδεση σε δίκτυο
esempi
- τηλεφωνική σύνδεσηTelefonanschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συγκοινωνιακή σύνδεσηVerkehrsverbindungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi