σύγκρουση
[ˈsiŋgrusi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zusammenstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύγκρουσηKollisionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύγκρουσησύγκρουση
- Konfliktαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύγκρουση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσύγκρουση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
-
- σύγκρουση γενεώνGenerationskonfliktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σύγκρουση συμφερόντωνInteressengegensatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m