σταθμεύω
[staθˈmevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- haltenσταθμεύω κάνω στάση, κ. όχημασταθμεύω κάνω στάση, κ. όχημα
- parkenσταθμεύω παρκάρωσταθμεύω παρκάρω
- stationierenσταθμεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσταθμεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ