„σταγόνα“: θηλυκό σταγόνα [staˈɣona]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Tropfen Tropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σταγόνα σταγόνα esempi σταγόνεςπληθυντικός | Plural pl ιατρική | Medizinιατρ Tropfenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl σταγόνεςπληθυντικός | Plural pl ιατρική | Medizinιατρ με τη σταγόνα tropfenweise με τη σταγόνα μια σταγόνα στον ωκεανό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ein Tropfen auf den heißen Stein μια σταγόνα στον ωκεανό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ der Tropfen der das Fass zum überlaufen bringt η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αυτά τα δύο μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό die beiden gleichen sich wie ein Ei dem anderen αυτά τα δύο μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό σταγόνα βροχής Regentropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σταγόνα βροχής σταγόνα ιδρώτα Schweißperleθηλυκό | Femininum, weiblich f Schweißtropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σταγόνα ιδρώτα σταγόνα λίπους Fettaugeουδέτερο | Neutrum, sächlich n σταγόνα λίπους σταγόνα νερού Wassertropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σταγόνα νερού σταγόνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl για τη μύτη Nasentropfenπληθυντικός | Plural pl σταγόνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl για τη μύτη nascondi gli esempimostra più esempi