πληθυσμός
[pliθizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληθυσμόςπληθυσμός
esempi
- πληθυσμός της γηςErdbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πληθυσμός ψαριώνFischbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m