„πλείστον“: επίθετο, ως επίθετο πλείστον [ˈpliston]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) meist... esempi ως επί το πλείστον meist(ens), größtenteils ως επί το πλείστον