πατρίδα
[paˈtriða]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Heimatθηλυκό | Femininum, weiblich fπατρίδα τόπος καταγωγήςHeimatlandουδέτερο | Neutrum, sächlich nπατρίδα τόπος καταγωγήςπατρίδα τόπος καταγωγής