πανί
[paˈni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Tuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nπανί κομμάτι ύφασμαπανί κομμάτι ύφασμα
- Lappenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπανί για καθάρισμαπανί για καθάρισμα
- Segelουδέτερο | Neutrum, sächlich nπανί ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτπανί ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
esempi
- πανί με πανί
- πανί δαπέδουPutzlappenαρσενικό | Maskulinum, männlich m