„νόμισμα“: ουδέτερο νόμισμα [ˈnomizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Geldstück, Währung, Münze Geldstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n νόμισμα κέρμα Münzeθηλυκό | Femininum, weiblich f νόμισμα κέρμα νόμισμα κέρμα Währungθηλυκό | Femininum, weiblich f νόμισμα συναλλακτικό μέσο νόμισμα συναλλακτικό μέσο esempi η άλλη όψη του νομίσματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ die Kehrseite der Medaille η άλλη όψη του νομίσματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ νόμισμα χρυσό Goldstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n νόμισμα χρυσό