κυματοειδής
[kjimatoiˈðis], κυματοειδής, κυματοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wellenförmig, wellenartigκυματοειδήςκυματοειδής
esempi
- κυματοειδείς αποχρώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplMaserungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich fSchlangenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich fWellenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f