„κορόιδο“: ουδέτερο κορόιδο [koˈroiðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gespött, Dummkopf Gespöttουδέτερο | Neutrum, sächlich n κορόιδο αντικείμενο χλευασμού κορόιδο αντικείμενο χλευασμού Dummkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κορόιδο ηλίθιος κορόιδο ηλίθιος esempi κάνω το κορόιδο sich dumm stellen κάνω το κορόιδο πιάνω κάποιον κορόιδο οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden (he)reinlegen πιάνω κάποιον κορόιδο οικείο | umgangssprachlichοικ πιάνομαι κορόιδο οικείο | umgangssprachlichοικ (he)reinfallen πιάνομαι κορόιδο οικείο | umgangssprachlichοικ