„κολυμπώ“: αμετάβατο ρήμα κολυμπώ [kolimˈbo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schwimmen schwimmen κολυμπώ κολυμπώ esempi κολυμπώ απέναντι herüberschwimmen κολυμπώ απέναντι κολυμπάνε στο χρήμα οικείο | umgangssprachlichοικ sie schwimmen nur so in Geld κολυμπάνε στο χρήμα οικείο | umgangssprachlichοικ