κολλώ
[koˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- klebenκολλώ με κόλλακολλώ με κόλλα
- aufkleben (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)κολλώ γραμματόσημοκολλώ γραμματόσημο
- ankleben (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)κολλώ τοιχοκολλώκολλώ τοιχοκολλώ
- leimenκολλώ ξύλοκολλώ ξύλο
- κολλώ μέταλλο
- ansteckenκολλώ μεταδίδω αρρώστια, γέλιοκολλώ μεταδίδω αρρώστια, γέλιο
esempi
κολλώ
[koˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- κολλώ μένω κολλημένος
- klemmenκολλώ μαγκώνωκολλώ μαγκώνω
- sich festsetzen in+δοτική | +Dativ +datκολλώ ιδέα, σκέψηκολλώ ιδέα, σκέψη
- stauenκολλώ κυκλοφορίακολλώ κυκλοφορία
- abstürzenκολλώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκολλώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
esempi
- κολλάειes klebt, es ist klebrig
- κόλλησεes klemmt
- κόλλησεes klebt an
nascondi gli esempimostra più esempi