„κάρβουνο“: ουδέτερο κάρβουνο [ˈkarvuno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kohle Kohleθηλυκό | Femininum, weiblich f κάρβουνο κάρβουνο esempi κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα οικείο | umgangssprachlichοικ ich sitze auf glühenden Kohlen κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα οικείο | umgangssprachlichοικ κάθομαι στα κάρβουνα οικείο | umgangssprachlichοικ sich in die Nesseln setzen κάθομαι στα κάρβουνα οικείο | umgangssprachlichοικ