„θεός“: αρσενικό θεός [θeˈos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gott Gottαρσενικό | Maskulinum, männlich m θεός θεός esempi ο Θεός Gott ο Θεός μα το Θεό! ich schwör’s! μα το Θεό! για τ’ όνομα του Θεού! um Gottes willen! για τ’ όνομα του Θεού! Θεός φυλάξοι! Gott behüte! Θεός φυλάξοι! Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m της φωτιάς Feuergottαρσενικό | Maskulinum, männlich m Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m της φωτιάς Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m του ήλιου μυθολογία | Mythologieμυθ Sonnengottαρσενικό | Maskulinum, männlich m Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m του ήλιου μυθολογία | Mythologieμυθ Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m του πολέμου Kriegsgottαρσενικό | Maskulinum, männlich m Θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m του πολέμου nascondi gli esempimostra più esempi