θεμελιώνω
[θemeliˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- θεμελιώνω κτήριο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- gründen, begründen, den Grundstein legen zuθεμελιώνω δόγματος, διδασκαλίας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθεμελιώνω δόγματος, διδασκαλίας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ