„εύκαμπτος“ εύκαμπτος [ˈefkamptos], εύκαμπτη, εύκαμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) biegsam, flexibel biegsam εύκαμπτος εύκαμπτος flexibel εύκαμπτος και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ εύκαμπτος και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ