επιτηδευμένος
[epitiðevˈmenos], επιτηδευμένη, επιτηδευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- affektiert, geziertεπιτηδευμένοςεπιτηδευμένος
- gestelztεπιτηδευμένος τρόπος ομιλίαςεπιτηδευμένος τρόπος ομιλίας
esempi
- επιτηδευμένη συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fGehabeουδέτερο | Neutrum, sächlich n