εξουσιοδοτημένος
[eksusioðotiˈmenos], εξουσιοδοτημένη, εξουσιοδοτημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- befugt, berechtigtεξουσιοδοτημένοςεξουσιοδοτημένος
esempi
- εξουσιοδοτημένος παραλήπτης