εξαγωγή
[eksaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Herausnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαγωγή βγάλσιμοεξαγωγή βγάλσιμο
- Ziehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξαγωγή δοντιούεξαγωγή δοντιού
- Ausfuhrθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαγωγή εμπόριο | HandelεμπExportαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξαγωγή εμπόριο | Handelεμπεξαγωγή εμπόριο | Handelεμπ
- Exportartikelαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξαγωγή εμπόρευμαExportwareθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαγωγή εμπόρευμαεξαγωγή εμπόρευμα