„ενδοιασμός“: αρσενικό ενδοιασμός [enðiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bedenken, Hemmung, Skrupel Bedenkenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενδοιασμός Hemmungθηλυκό | Femininum, weiblich f ενδοιασμός Skrupelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενδοιασμός ενδοιασμός