ελλειπτικός
[eliptiˈkos], ελλειπτική, ελλειπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- mangelhaftελλειπτικός ατελήςελλειπτικός ατελής
- elliptischελλειπτικός γεωμετρία | Geometrieγεωμελλειπτικός γεωμετρία | Geometrieγεωμ